Βακχίδα — Βακχίδᾱ , Βακχίδης masc nom/voc/acc dual Βακχίδᾱ , Βακχίδης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχίδα — Βακχίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχίδας — Βακχίδᾱς , Βακχίδης masc acc pl Βακχίδᾱς , Βακχίδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχίδαι — Βακχίδᾱͅ , Βακχίδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάς — εὐάς, άδος, ἡ (Α) [ευαί] 1. (για βακχίδα, μαινάδα) αυτή που φωνάζει ευαί, η βακχίδα, η μαινάδα («εὐάδα κούρην», ορφ. ύμν.) 2. ως επίθ. η βακχική («εὐάδι φωνῇ... γεραίρων», Νόνν.) … Dictionary of Greek
Αλκμάν — (7ος αι. π.Χ.).Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στις Σάρδεις της Μικράς Ασίας, αλλά έζησε και πέθανε στη Σπάρτη, όπου δίδαξε μουσική, χορό και ποίηση. Από τα πιο φημισμένα έργα του ήταν τα περίφημα παρθένια, είδος λυρικών ποιημάτων που τα τραγουδούσε… … Dictionary of Greek